- οπλοποιείο
- το [οπλοποιός]εργοστάσιο κατασκευής ή επισκευής όπλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπλοποιείο — το εργαστήρι ή εργοστάσιο κατασκευής όπλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)